- τρίγοργο(ν)
- το, Ν(βυζ. μουσ.) σύμβολο τής βυζαντινής παρασημαντικής που ανήκει στις έγχρονες υποστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + γοργός. Η λ., στον πληθ. τρίγοργα, μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.